- θᾶκος
- θᾶκος, [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [full] θῶκος, [dialect] Ep. also [full] θόωκος, ὁ,A seat, chair,
Νυμφέων καλοὶ χοροὶ ἠδὲ θόωκοι Od.12.318
;θεῶν δ' ἐξίκετο θώκους Il.8.439
; θῶκοι ἀμπαυστήριοι seats for resting, Hdt.1.181, cf. 9.94; κραιπνόσυτος θᾶκος, of the winged car of the Oceanids, A.Pr.282 (anap.); θᾶκος Διός, of Dodona, ib.831; σεμνοὶ θ., of the palace, Id.Ag.519; εἰς παλαιὸν θᾶκον ὀρνιθοσκόπον ἵζων, of Teiresias, S.Ant.999;νεκροῖσι γείτονας θάκους ἔχων E.HF1097
;θάκους θάσσειν Id.Tr.138
(anap.);τῶν θ. τοῖς πρεσβυτέροις ὑπανίστασθαι Ar.Nu.993
; ἐκαθήμεθα ἐπὶ τῶν θ. Aeschin.Socr.2.2 chair of office,τὸν θᾶκον τὸν ἐμὸν παράδος Σοφοκλεῖ τηρεῖν Ar.Ra.1515
.3 privy, Hp.Epid.7.47,84 (in form θῶκος), Thphr.Char.14.5, Mnesith. ap. Orib.8.38.11.II in Hom., sitting in council, a council, like βουλή, οὔτε . . ἀγορὴ γένετ' οὔτε θόωκος Od.2.26;ἐς θῶκον πρόμολον δήμοιό τε φῆμιν 15.468
;θῶκόνδε καθίζανον 5.3
; ἐν θώκῳ κατήμενος sitting in council, Hdt.6.63. (Cf. θάβακος, θάσσω.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.